- πόας
- πόᾱς , πόαgrassfem acc plπόᾱς , πόαgrassfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
STRUTHION — Graece Στροὐθιον, herbae nomen, vulgo Graecorum hodie καλοςτροῦθιν, a pulchritudine scil. et similitudine alarum passeris, quam praefert foliorum situ: floret aestate, grata aspectu, verum sine odore, uti de illa habet Plin. l. 19. c. 3. hinc in… … Hofmann J. Lexicon universale
δυόσμος — η ονομασία τής αρωματικής πόας Μέντα η πιπερώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ηδύοσμος με αποβολή του αρχικού η (πρβλ. ηγούμενος γούμενος, ημερώνω μερώνω, υβρίζω βρίζω] … Dictionary of Greek
ελλέβορος — (helleborus). Γένος δικοτυλήδονων, πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Οι ε. είναι καυστικοί και δηλητηριώδεις και ανθίζουν τον χειμώνα. Ευδοκιμούν στην Ευρώπη και στη δυτική και κεντρική Ασία. Το γένος αριθμεί περίπου οκτώ … Dictionary of Greek
κάρθαμος — Μονοετής πόα της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι κ. ο βαφικός. Ο κ. είναι ιθαγενής της μεσογειακής Ασίας, ενώ στην Ελλάδα είναι ημιαυτοφυής. Ο βλαστός του είναι όρθιος ύψους 0,60 1,50 μ., από τον οποίο… … Dictionary of Greek
κορακησία — κορακησία, ἡ (Α) ονομασία πόας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, κος + κατάλ. ήσιος (θ. ησία), πρβλ. ιτ ήσιος, ημερ ήσιος. Με το ουδ. ήσιον τής ίδιας κατάλ. σχηματίστηκε η λ. κορακ ήσιον*] … Dictionary of Greek
κυπερίδες — (cyperaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, η οποία περιλαμβάνει περίπου 70 γένη και 4.000 είδη. Πρόκειται για ποώδη φυτά –συγγενή προς τα αγρωστώδη– τα οποία προτιμούν τις υγρές και τελματώδεις τοποθεσίες, από τη στάθμη της θάλασσας έως τις… … Dictionary of Greek
λοβελίνη — η (φαρμ.) αλκαλοειδές που λαμβάνεται από τα ξηραμένα φύλλα και τις κορυφές τών βλαστών τής πόας Lobelia inflata και διεγείρει το αναπνευστικό κέντρο … Dictionary of Greek
λυγαίος — (I) λυγαῑος, αία, ον (Α) [λύγη] 1. σκοτεινός, σκούρος, σκιερός, σκιώδης («ὅταν δὲ νυκτὸς ὄμμα λυγαίας μόλῃ», Σοφ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λυγαία ονομασία μιας πόας. επίρρ... λυγαίως (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκοτεινῶς, ἀσαφῶς, λεληθότως». (II) ο ζωολ.… … Dictionary of Greek
μιβόρα — η βοτ. παλαιά ονομασία λεπτοφυούς πόας που αναπτύσσεται κατά τούφες σε αμμώδεις τόπους … Dictionary of Greek
νειλοκαλάμη — νειλοκαλάμη, ἡ (Α) ονομασία αιγυπτιακής πόας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νεῖλος + καλάμη (ἡ), πρβλ. λινο καλάμη] … Dictionary of Greek